άφτω

άφτω
(αόρ. ήψα) см. ανάβω;
§ στο άψε σβήσε очень быстро, мгновенно, в мгновение ока

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άφτω" в других словарях:

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • ξάφτω — 1. εξάπτω, ανάβω 2. μτφ. διεγείρομαι, ερεθίζομαι, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ άφτω (βλ. και επιτ. ξ[ε] ), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • ξαφταίνω — καίγομαι, ανάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἁφταίνω «καίγομαι» (< ἅφτω / ἅπτω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»